- κορακινίς
- κορακ-ῑνίς, ίδος, ἡ, fem. form ofA
κορακῖνος 11
, Gp.20.25.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορακῖνος 11
, Gp.20.25.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορακινίς — κορακινίς, ίδος, ἡ (Μ) θηλ. τού ψαριού κορακίνος* … Dictionary of Greek
κορακινίδων — κορακινίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)